ὀδυροίμην

ὀδυροίμην
ὀδῠροίμην , ὀδύρομαι
lament
fut opt mp 1st sg (attic epic doric)
ὀδῡροίμην , ὀδύρομαι
lament
pres opt mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυστυχία — και δυστυχιά, η (AM δυστυχία) 1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.) 2. η κατάσταση τού δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην») νεοελλ. 1. δυστύχημα («τόν βρήκαν πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”